- επιπόθητος
- ἐπιπόθητος, -ον (AM) [επιποθώ]μσν.(για πράγμ.) αρεστός, λαχταριστός («ὁ ἐπιπόθητος ὄντως οὗτος ἰχθύς», Ευστ.)αρχ.1. περιπόθητος, επιθυμητός, αγαπημένος2. ανεκπλήρωτος, αυτός που ποθεί κάποιος επειδή δεν πραγματοποιήθηκε.επίρρ...ἐπιποθήτωςμε πόθο, με επιθυμία.
Dictionary of Greek. 2013.